εὐόδωσα

εὐόδωσα
εὐοδόω
help on the way
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευοδώνω — ευόδωσα, ώθηκα 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, τελειώνω κάτι καλά. 2. το μέσ., ευοδώνομαι βρίσκομαι σε καλό δρόμο, πετυχαίνω: Ευοδώνεται το ταξίδι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐοδώσας — εὐοδώσᾱς , εὐοδόω help on the way aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”